σύνδεση η [sínδesi] Ο33 : […] κάλυψη του κενού που χωρίζει απομακρυσμένα μεταξύ τους τμήματα ή διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ δύο τόπων […] αλληλεξάρτηση δύο παραγόντων κατά την οποία ο ένας αποτελεί προϋπόθεση ή συμπλήρωμα του άλλου (βλ. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής)
[ 06.09.015 @ heidelberg
γερμανικό μουσείο συσκευασιών
http://www.verpackungsmuseum.de/]
περί συνδέσεων μακρύς ο λόγος. κάθε φορά, όμως, που σκέφτομαι »ιντερνετική σύνδεση«, έρχεται στο μυαλό μου ο ήχος του αρχέγονου εκείνου μόντεμ, εκείνου που αγκομαχώντας πίσω στα νάιντις πάλευε ντάιαλ απ να συνδεθεί για να συνδέσει, ώσπου να υποκλιθεί χρόνια αργότερα στους υπερυπολογιστές, που απ’ τη μια πετύχανε την υπερδιασύνδεση, από την άλλη πλήθος ανθούν εμμονικά και οι δυσκοίλιες συνδέσεις…
λίγο πιο κοντά, λίγο πιο δεξιά, όχι, μη, κάτσε αλλιώς, πρόσεχε πώς το πιάνεις (το κινητό!), χάνω το σήμα, τελειώνει η μπαταρία, τελειώνουν οι μονάδες, τελειώνει η υπομονή μας γενικώς. και μέσα στο τρελό ντισκούρς περί επιτυχίας, εκτός από το μακιγιάζ, να ανησυχούμε και για το αν πετύχει η σύνδεση. assez! κι αν πέσει μια φορά (η σύνδεση!), άντε μετά να ξανασυνδεθεί… η σύνδεση με κάιρο, συχνή εξωτική παρεμβολή, θα μας απασχολήσει σε επόμενο σέσσιον.